- εγκληματολογικός
- η , ό[ν] криминалистический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγκληματολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εγκληματολογία («διεθνής εγκληματολογική ένωση») … Dictionary of Greek
εγκληματολογικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην εγκληματολογία (βλ. λ.): Εγκληματολογικές μελέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)